Αu Revoir
Παπαθεοδώρου Σωτήρης

Συνέντευξη: Eυανθία Πιτσόλου
Φωτογραφίες: Έλενα Μπάκα

Απολαμβάνοντας ένα υπέροχο Σαγκάλ (ποτό που περιέχει καφέ) μιλήσαμε με τον Σωτήρη Παπαθεοδώρου για την ιστορία του Au Revoir.

Ένα μπαρ που λειτουργεί από το 1957. Με παριζιάνικη ατμόσφαιρα και αθηναϊκή ζεστασιά, ο χώρος θυμίζει ένα παράθυρο μέσα από το οποίο οι θαμώνες του κοιτάζουν τον κόσμο που αλλάζει. Αυτό είναι το Au Revoir, ένα μπαρ που αντιστέκεται στο χρόνο. Με τοίχους ψαθωτούς, κυματιστό παταράκι και τη φωτογραφία του αρχιτέκτονα με τα κομμένα γάντια που καπνίζει σκεπτικά, του Αριστομένη Προβελέγγιου.

Δημοσιεύτηκε: January 15, 2015
Το Au Revoir δημιούργησε ο πατέρας σου, Λύσανδρος Παπαθεοδώρου, μαζί με τον αδερφό του, Θόδωρο. Ποια ήταν όμως η αφορμή για τη δημιουργία του χώρου, πως ξεκινάει η ιστορία του Au Revoir;
Ο θείος μου δούλευε ως μπάρμαν στο Ξενία, στους Δελφούς, εκεί γνώρισε τον Αριστομένη Προβελέγγιο. Γνωρίστηκαν στη μπάρα. Ήταν προσβάσιμος και προσγειωμένος άνθρωπος ο Προβελέγγιος.
Σε μια συζήτηση που είχαν του είπε ότι σκέφτεται να ανοίξει ένα μπαράκι. Του μίλησε για το χώρο που είχε βρει σε μια νεόδμητη πολυκατοικία, αλλά του εξήγησε ότι δεν έχει κεφάλαιο. Ο Προβελέγγιος του είπε ότι θα τον βοηθήσει και θα κάνει εκείνος το σχέδιο και ότι δεν χρειαζόταν να σκέφτεται το οικονομικό, γιατί δεν ήθελε δραχμή. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Ο Προβελέγγιος ήρθε στην Αθήνα και είδε το χώρο. Είχε βέβαια το ελεύθερο και τον δημιούργησε όπως ήθελε. Πιστεύω ότι για την εποχή ήταν πολύ μπροστά, πρωτοποριακός, με το κυματιστό παταράκι, το ξύλο και όλα τα υπόλοιπα. Τώρα είναι ρετρό. Το όνομα βέβαια το έδωσε εκείνος, Au Revoir, γαλλικό. Από τις επιρροές του αρχιτέκτονα.

Το πιο σημαντικό σε αυτή την ιστορία είναι η θέληση του Προβελέγγιου να βοηθήσει και να δημιουργήσει με αγάπη κάτι, που ήταν όνειρο δύο ανθρώπων που ουσιαστικά δεν γνώριζε.
Με αφορμή αυτό θα σας πω μια ιστορία. Κάποια στιγμή είχαν μπει στο σπίτι του Προβελέγγιου και είχαν κάνει κατάληψη κάτι παιδιά, έμεναν εκεί. Όταν πήγε η αστυνομία να τους βγάλει και τον ενημέρωσαν ότι έχουν μπει παιδιά στο σπίτι του και θα τα βγάλουν, εκείνος το αρνήθηκε και τους απάντησε ότι νοικιάζει το σπίτι και να μην τα πειράξει κανείς. «Τους το νοικιάζω μια δραχμή το μήνα, σας πειράζει; Εγώ τόσο θέλω.» Αυτή ήταν η ακριβής απάντηση που έδωσε στην αστυνομία. Τότε πήγε στα παιδιά, τους είπε τι είχε συμβεί και τους ζήτησε να του δίνουν μια δραχμή το μήνα, αλλά το μόνο που πραγματικά ήθελε ήταν να σεβαστούν το χώρο που βρίσκονταν, να τον προσέξουν και να τον αφήσουν αν γίνεται όπως τον βρήκαν. Κι έτσι έγινε.

Όλη αυτή την αγάπη την έβγαλε στο χώρο, όχι μόνο μέσα από την εξαιρετική αισθητική, αλλά και από το ότι δημιούργησε μια ατμόσφαιρα που φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους. Άνθρωποι, ακόμα και άγνωστοι μεταξύ τους, κάθονται στο μπαρ και συζητάνε.
Για εμάς ένας χώρος πρέπει να έχει τέσσερα πράγματα για να είναι πετυχημένος. Πρώτον, επειδή πουλάμε αλκοόλ, πρέπει να έχει καθαρό αλκοόλ. Ύστερα, ο χώρος. Πρέπει ο άλλος να νιώθει άνετα, να νιώθει ευχάριστα. Εμείς προσπαθούμε να τον κάνουμε να νιώθει σαν μια επέκταση του σαλονιού του. Να χαλαρώνει, να απολαμβάνει το ποτό του, να λέει δυο κουβέντες με τους φίλους του. Το τρίτο κομμάτι είναι η εξυπηρέτηση. Ένα χαμόγελο. Δεν είναι τίποτα. Τον καλωσορίζεις τον άλλο. Τον ευχαριστείς που ήρθε σε εσένα. Αυτά είναι απαράβατοι κανόνες. Επίσης, έχουμε και μια εξαίρεση, τη μουσική. Θέλουμε να είναι ευχάριστη.

Εξαίρεση, αλλά πολύ βασική προϋπόθεση για ένα χώρο. Εδώ όλες οι παρέες μπορούν να μιλήσουν, χωρίς να δημιουργείται βαβούρα, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνουν όμορφες μουσικές επιλογές.
Αυτά τα τέσσερα είναι για εμάς. Αν τα πάμε καλά σε αυτά δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.

Τα ποτήρια που βλέπουμε στη βιτρίνα, είναι συλλογή;
Είναι η μικρή συλλογή, δεν έχουμε χώρο να τα βάλουμε όλα. Τα μαζεύει ο πατέρας και ο θείος μου από τότε που άνοιξε το μαγαζί. Η πιο μεγάλη συλλογή είναι κάτω και έχουμε ακόμα περισσότερα, αλλά δεν θέλω να παρέμβω στο χώρο και να κάνω αλλαγές.

Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους που έχουν απολαύσει το ποτό τους σε αυτά τα ποτήρια.
Όταν πρωτοάνοιξε το Au Revoir ήταν η χρυσή εποχή της Κυψέλης. Όλοι οι επώνυμοι καλλιτέχνες ερχόντουσαν, όπως και σήμερα. Μόνο που τότε ήταν καλύτερα να μένεις στην Κυψέλη, απ’ ότι στο Κολωνάκι για παράδειγμα. Έχουν περάσει από εδώ όλοι, από τις αδερφές Καλουτά, την Βέμπο, τον Τραϊφόρο, τον Ηλιόπουλο – ο οποίος δεν έπινε πολύ, αλλά του άρεσαν οι ομελέτες που έφτιαχναν – ακόμα, τον Αυλωνίτη, τον Στολίγκα. Όλη εκείνη η γενιά.

Θα έχει ζήσει μεγάλες νύχτες αυτός ο χώρος…
Πριν μερικά χρόνια γινόντουσαν επεισόδια, στην επέτειο από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και είχαν κάψει κάτι κάδους εδώ πιο κάτω. Ήρθε ο πατέρας μου την επόμενη μέρα και του είπα αγχωμένος όσα είχαν γίνει, για τα γεγονότα που συνέβησαν δίπλα στο μαγαζί και εκείνος μου απάντησε «Εντάξει μωρέ, δεν έγινε και τίποτα.» Δεν το περίμενα και τον ρώτησα γιατί ήταν τόσο απαθής με το συγκεκριμένο θέμα, αφού γενικά είναι πιο αυστηρός. Και μου είπε «Εγώ σέρβιρα τον Ηλιόπουλο, όταν ακούσαμε φασαρία και βγήκα έξω να δω τι γίνεται και είδα το τανκ να περνάει για να πάει στο Πολυτεχνείο.» Προφανώς τα επεισόδια που γίνονται κατά καιρούς του φαίνονται ασήμαντα όταν έχει ζήσει κάτι τέτοιο. Έχει δίκιο, η πρόσοψη του μαγαζιού είναι σαν μεγάλη τηλεόραση, ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει τη ζωή να περνάει από μπροστά και να αλλάζει. Και επειδή έχει ζήσει την Κυψέλη τις χρυσές εποχές και την βλέπει και τώρα, την πονάει πολύ, εγώ το βλέπω πιο αισιόδοξα.

Θα θέλαμε να μας πεις μια ξεχωριστή ιστορία, ένα μυστικό του Au Revoir;
Ένα βράδυ είχε έρθει εδώ ο Φρανκ Σινάτρα. Κάθισε κοντά στο παράθυρο και παρήγγειλε ένα Jack Daniels. Πλήρωσε κανονικά, αλλά ήπιε το δικό του ποτό. Έβγαλε ένα μικρό φλασκί, έβαλε στο ποτήρι και ήπιε. Είχε κάποια προβλήματα με τη μαφία τότε και δεν εμπιστευόταν κανέναν.

Στην καρδιά της πόλης τότε, αλλά και τώρα.
Κάποια στιγμή μου έδειξε ο θείος μου ένα απόκομμα από μια εφημερίδα όταν άνοιξε το μαγαζί. Έγραφε ότι άνοιξε ένα ωραίο μαγαζί στην οδό Πατησίων 136, όμορφο, ζεστό, αλλά μακριά από το κέντρο. Μα τι έλεγε ο άνθρωπος…

Και αν πούμε σήμερα ότι είναι μακριά από αυτό που εννοούμε κέντρο, θα πούμε "καλύτερα", γιατί έτσι διατήρησε το χαρακτήρα του. Όμως, είναι και ήταν στο κέντρο ενός κόσμου καλλιτεχνικού.
Η Κυψέλη από τότε είχε καλλιτεχνικό κόσμο και εξακολουθεί να έχει. Ίσως να μην έχει αυτό που λένε πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, αλλά αυτοί έχουν φύγει έχουν πάει στα προάστια. Έχει όμως τους αυριανούς ποιητές, ζωγράφους, γλύπτες. Κάθονται στο μπαρ νέοι άνθρωποι, που ο ένας είναι ποιητής, ο άλλος είναι σκηνοθέτης, ή θέλει να μπει στη σχολή για να γίνει. Θα συναντήσεις και γιατρό, αλλά πιο εύκολα συναντάς κάποιον που έχει σχέση με το θέατρο, παρά έναν που έχει σχέση με τα νοσοκομεία ή με την πολιτική. Δεν είμαστε μαγνήτης και τους τραβάμε, αλλά βρίσκονται στην περιοχή. Μένουν εδώ οι περισσότεροι, στην πλατεία Βικτωρίας, στην Άνω Κυψέλη, στην ευρύτερη περιοχή. Είναι καλλιτεχνικός χώρος η Κυψέλη. Υπάρχουν δύο θέατρα στην Κεφαλληνίας, το Κάτια Δανδουλάκη στην Αγίου Μελετίου, το Τριανόν, υπάρχουν χώροι και γίνονται συχνά events. Πριν κάποιες μέρες στο σπίτι του Προβελέγγιου, είχε μια έκθεση κάποιος που είχε βρει παλιούς δίσκους από την Columbia πριν κλείσει. Πριν λίγο καιρό ένας διάβαζε τα ποιήματα του στο Τριανόν ή είχε Φεστιβάλ με τις ταινίες μικρού μήκους της Δράμας. Γίνονται πράγματα στην περιοχή.

Είχε τεθεί κάποια στιγμή η πρόταση να κριθεί το μπαρ διατηρητέο.
Πράγματι, αλλά τελικά δεν έγινε. Κι εμείς δεν το θέλαμε. Τόσα χρόνια έχει διατηρηθεί ο χώρος όπως είναι, από αγάπη και από μεράκι. Αν γινόταν και μια μικρή αλλαγή να ήθελα να κάνω κάποια στιγμή, να αλλάξω έναν πίνακα για παράδειγμα, θα έπρεπε να πάω στο Υπουργείο, να περάσω από επιτροπή και όλο αυτό γιατί; Για έναν τίτλο; Έτσι κι αλλιώς είμαστε οι πιο παλιοί, δεν χρειαζόμαστε τίτλο γι’αυτό.

Έχει αλλάξει κάτι μέσα στο χώρο από την αρχή έως τώρα;
Οι πίνακες έχουν αλλάξει. Επίσης, όταν άνοιξε ο χώρος δεν υπήρχαν τα δύο πορτατίφ δίπλα στο μπαρ. Αλλά βγήκε ένας νόμος ότι ο φωτισμός στο μπαρ πρέπει υποχρεωτικά να είναι επαρκής, ώστε κάποιος να μπορεί να διαβάσει εφημερίδα.

Εσύ πως βρέθηκες σε αυτό το χώρο, πως αποφάσισες να ασχοληθείς εξολοκλήρου με το Au Revoir;
Είχε βάλει ο πατέρας μου πριν μερικά χρόνια το Ενοικιάζεται – Πωλείται, αν και δεν το ήθελε. Μεγάλωσε, οπότε…. Αν το ήθελε όμως θα είχε βρεθεί άνθρωπος να το πάρει. Ωστόσο, είχαν έρθει ορισμένοι απαράδεκτοι, που ήθελαν για παράδειγμα να το κάνουν σουβλατζίδικο. Από τι στιγμή που είναι παιδί σου, γιατί παιδί τους ήταν και του πατέρα μου και του θείου μου, δεν το δίνεις έτσι. Αν και πιστεύω ότι δεν ήθελαν και κάνανε τους δύσκολους στους ενοικιαστές. Ευτυχώς, ευτυχώς για εμένα. Εγώ δούλευα σε κατασκευαστική εταιρεία, είδα την κρίση να έρχεται, παραιτήθηκα και του είπα ότι θα πάρω εγώ το μαγαζί. Είχα πάει στην Αγγλία, είχα σπουδάσει, μπορεί να έμενα εκεί μόνιμα. Αλλά το 2004 μου είπαν να γυρίσω πίσω, γιατί ακόμα τα πράγματα ήταν μια χαρά εδώ. Τότε ήμουν 27 χρονών και σκέφτηκα ότι ή θα μείνω Αγγλία και θα ξεκινήσω εκεί τη σταδιοδρομία μου ή γυρνάω Ελλάδα. Αφού όλοι μου έλεγαν γύρνα πίσω, τελικά επέστρεψα. Βέβαια, μετά από μερικά χρόνια ήρθαν λίγο ανάποδα τα πράγματα. Όμως είχαν ήδη περάσει 3-4 χρόνια από την επιστροφή μου και ήταν δύσκολο να ξαναφύγω, οπότε αποφάσισα να μείνω και ήρθα εδώ! Πάλι καλά!

Είναι κάτι που αγαπάς…
Είναι μεγάλο σχολείο αυτή η μπάρα. Συναντάς απίστευτούς ανθρώπους. Όλων των τάξεων, από τον πολύ φτωχό, μέχρι το άκρως αντίθετο. Ακούς κουβέντες που σε κάνουν να αναθεωρήσεις τον τρόπο σκέψης σου, να δεις λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Βέβαια, μου είχε πει και ο πατέρας μου, από αυτά που θα ακούω, θα τα φιλτράρω, θα κρατάω το δέκα της εκατό και θα αφήνω όλα τα προβλήματα και τις ανησυχίες πίσω. Γιατί έρχονται πολλοί που θα πουν τον πόνο τους, δεν πρέπει να τα παίρνω μαζί μου, πρέπει να τα αφήνω. Πρέπει να είμαι δίπλα και λίγο παραπέρα. Γιατί αλλιώς θα αρχίσω να πίνω κι εγώ αυτά που σερβίρω! Πρέπει να προσέχουμε για να έχουμε!

Και είναι και πάρα πολύ ωραία αυτά που σερβίρετε. Πες μας τι μπορεί να βρει κανείς στο μπαρ αυτού του θρυλικού ποτάδικου.
Ουίσκι, βότκες, τζιν. Έχουμε βέβαια λικέρ και μαστίχα, χρειάζονται και αυτά. Έχουμε και τέσσερις μπύρες, μπουκάλια. Δεν θα βάλουμε draft, δεν θα χαλάσουμε το χώρο για να βάλουμε draft. Οπότε ό,τι χωράει το ψυγείο, τέσσερις διαφορετικές μάρκες, αυτά. Ως επί το πλείστον ουίσκι και βότκα. Αυτά φεύγουν κατά κόρον.

Μια ιστορία ακόμα;
Ένα βράδυ ήταν τρία παιδιά, του καλλιτεχνικού κλάδου, και κάθισαν στο τεσσάρι, πηγαίνω να πάρω παραγγελία και μου είπαν «Ένα baylis.» Τους ρώτησα αν εννοούν, από ένα ποτό ο καθένας και μου είπαν «Όχι, όχι, φέρε μας ένα και άστο στη μέση, θα το πιούμε και οι τρεις.» Η μια πλευρά του νομίσματος είναι ότι εγώ αυτά τα παιδιά τα ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί έξι ευρώ είχαν στην τσέπη τους, δεν είχαν παραπάνω. Αν είχαν δώδεκα είμαι σίγουρος ότι θα έπαιρναν δύο. Έξι είχαν και θα μπορούσαν να πάρουν δύο μπύρες και να τις πιούνε έξω. Τους ευχαριστώ πάρα πολύ που επέλεξαν να δώσουν σε εμένα αυτά τα χρήματα. Θα μπορούσαμε βέβαια να το δούμε και από την άλλη πλευρά, καθαρά εμπορικά και ότι έπιασαν ένα μεγάλο τραπέζι για ένα ποτό. Είναι όμως φαινόμενα της εποχής, περνάει τεράστια κρίση ο καλλιτεχνικός κλάδος. Εγώ τους ευχαριστώ γιατί ό,τι τους περισσεύει, αν τους περισσεύει το μοιραστήκανε με εμένα.

Αν υπήρχαν τρεις λέξεις μόνο που θα χαρακτήριζαν το χώρο, ποιες θα ήταν αυτές;
Αλκοόλ, είναι το πρώτο σίγουρα. Ζεστασιά, λόγω του ξύλου. Διαχρονικότητα.

Δικά σου αγαπημένα μέρη στην Αθήνα;
Πηγαίνω καμιά φορά στου Κόμη. Πρόκειται για τρία τέσσερα μαγαζιά στην Πατησίων, που τα έχει ο κύριος Κόμης. Γύρισα στην Ελλάδα στα 28 περίπου, οπότε τις εξόδους τις έχω κάνει αλλού, όχι εδώ.

Άκουσα κάπου, πριν έρθουμε εδώ, ότι οι φίλοι λένε πάντα au revoir, ποτέ αντίο…
Ακριβώς και το άλλο είναι, ότι ποτέ δεν πίνεις το τελευταίο. Είναι πολύ βαρύ να λες στον μπάρμαν: «Βάλε μου να πιω το τελευταίο.» Καλύτερα: «Ένα για το δρόμο.» και ναι, δεν λέμε αντίο, λέμε au revoir…



|| Πατησίων 136, Αθήνα