Nixon
Λάμπρος Τριφύλλης

Συνέντευξη: Mαρίνα Αθηναίου
Φωτογραφίες: Έλενα Μπάκα

Μία συνέντευξη ή μάλλον δύο που ξεκίνησαν κανονικά, ολοκληρώθηκαν με λαχταριστό burger και pavlova από τα χεράκια του Marko Rossi, ο οποίος όσο δεν ψάχνει τους «μαϊντανούς» του, παθιάζεται με το να βρίσκει καλές πρώτες ύλες για τη μαγειρική του και έληξαν με απανωτές «μαύρες πανώλες», σφηνάκι ουίσκι που κάνει μπάνιο σε μαύρη μπύρα, με το slogan-προτροπή του ιδιοκτήτη-πρώην κινηματογραφικού παραγωγού, Λάμπρου Τριφύλλη, «Πίνονται μονορούφι»(όπως και η παρούσα εισαγωγή)…

Δημοσιεύτηκε: January 20, 2015

Λάμπρος Τριφύλλης


Γιατί “Nixon”;
To ονομάσαμε έτσι από την αφίσα του Dude που υπήρχε πάνω από το bar στο σπίτι του στην ταινία «Ο Μεγάλος Lebowski», όπου απεικονίζεται ο Nixon να παίζει bowling.

Στην ουσία το Nixon συνδυάζει φαγητό, ποτό και cinema. Πως προέκυψε και πως υλοποιήθηκε η ιδέα αυτή;
Παλιότερα συνδυαζόταν και με το cinema είναι η αλήθεια. Σήμερα επικεντρωνόμαστε στο φαγητό, το ποτό και τη ζωντανή μουσική. Δεν υπάρχει σταθερό πρόγραμμα προβολών, ωστόσο είμαστε ανοιχτοί σε προβολές, είτε έχουν να κάνουν με ταινίες, μεγάλου ή μικρού μήκους, διαφημιστικά, video clip, video art..

Εσείς ωστόσο έχετε μια πιο άμεση σχέση με το σινεμά…
Είχα, δεν έχω πια. Ήμουν παραγωγός από το 2001 μέχρι το 2009, μετά σταμάτησα γιατί βαρέθηκα να χάνω λεφτά. Δεν είχα σπουδάσει κάτι σχετικό, απλά ήθελα να γίνω ηθοποιός και ένας από τους τρόπους που σκέφτηκα ήταν να κάνω μια ταινία να γίνει τεράστια επιτυχία και μετά να εκμεταλλευτώ τις συνθήκες επιτυχίας και να επιβάλω πρωταγωνιστικούς ρόλους για τον εαυτό μου αλλά τελικά το σχέδιο μου απέτυχε πλήρως…

Τι προέκυψε από αυτή τη «διαδικασία» εν τέλει;
Προέκυψαν κάποιες πολύ ωραίες ταινίες άλλα όχι αρκετά επιτυχημένες. Η πρώτη ταινία που έκανα ήταν το «Γύρω γύρω όλοι», που ήταν μία ταινία για τρεις μικροαπατεώνες οι οποίοι όταν τους κλέβουν το αυτοκίνητο τους, αποφασίζουν να μετατρέψουν το τροχόσπιτο στο οποίο έμενε ο ένας από αυτούς, στο πρώτο κινητό bar της Αθήνας. Μετά έκανα την «Καρδιά του κτήνους» με τον Ρένο Χαραλαμπίδη, το «Ηθικόν Ακμαιότατον» με τον Σταμάτη Τσαρουχά, το «Κακό» και το «Κακό2» με τους αδερφούς Νούσια, την «Ψυχή στο στόμα» και τον «Μαχαιροβγάλτη» με τον Γιάννη Οικονομίδη και μερικές ταινίες μικρού μήκους από τις οποίες εγώ διακρίνω μία που λεγόταν “The bear and the rabbit” που ήταν ελληνική παραγωγή, γυρισμένη στην Ελλάδα, από Έλληνα σκηνοθέτη, στα γιαπωνέζικα, την οποία μπορεί να τη βρει κανείς στο site του Nixon.

Μετά από όλα αυτά πως φτάνουμε τελικά στο Nixon;
Πριν ανοίξω το μαγαζί είχα βοηθήσει σε οργανωτικό επίπεδο και παράλληλα σε επίπεδο παραχώρησης χώρου το πρώτο φεστιβάλ «Πλατφόρμα» που είχε γίνει στην Αθήνα, το 2003, αν θυμάμαι σωστά. Μου άρεσε πολύ ο συνδυασμός του κινηματογράφου με ποτό, καφέ και συζήτηση. Η ιδέα ήταν να φτιάξω εδώ ένα χώρο που να έχει κάποια αντιστοιχία με αυτό, δηλαδή να προβάλλονται ταινίες, να υπάρχει φαγητό και ποτό. Με την λειτουργία του χώρου μάθαμε ότι τελικά ο κόσμος ενδιαφέρεται περισσότερο για τα υπόλοιπα παρά για τις ταινίες.

Πως θα περιγράφατε τον χώρο με 3 λέξεις;
Μπορούμε να το κάνουμε 4;

Βεβαίως.
Το αγαπημένο μου bar.

Υπάρχει όντως ένας πολυέλαιος οροφής που έχει καταλήξει εδώ από το Hilton;
Ο πατέρας μιας φίλης είχε καταφέρει να αγοράσει πάρα πολλά από τα αντικείμενα που υπήρχαν στο Hilton όταν γινόταν η ανακαίνιση λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Όταν φτιάχναμε το μαγαζί πήγαμε στην αποθήκη του να δούμε διάφορα πράγματα, είδαμε τον πολυέλαιο και χωρίς να το πολυσκεφτούμε τον πήραμε για τον βάλουμε εδώ.

Την αρχιτεκτονική χώρου ποιος την ανέλαβε; Τι προϋπήρχε εδώ;
Εδώ ήταν μια αποθήκη με μπογιές όταν πήραμε εμείς το χώρο. Τον χώρο τον έχει σχεδιάσει το γραφείο Δοξιάδης Plus. Από εκεί και πέρα όταν πλέον αποφάσισα να μετατρέψω το screening room σε χώρο ζωντανής μουσικής με bar ο σχεδιασμός ήταν εξολοκλήρου δικός μου.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας μέρος στην Αθήνα και γιατί;
Πέρα από το Nixon που το έφτιαξα ακριβώς με αυτή λογική, να είναι το αγαπημένο μου μέρος στην Αθήνα, και με το δεδομένο ότι εγώ ζω μέσα στη μέρα μιας και το βράδυ είναι αφιερωμένο στη δουλειά μου, αγαπημένες μου συνήθειες είναι το να περνάω λίγη ώρα στο Φίλιον και να χαζεύω κόσμο, να πίνω ένα ποτό στο Σκουφάκι και να κάνω βόλτες στην περιοχή του Συντάγματος.

Marko Rossi


Σπούδασες, δούλεψες στην Ελβετία, πέρασες από διάφορες κουζίνες εστιατορίων στην Αγγλία και την Κρήτη. Ετερόκλητες επιρροές. Συνδυάζεις κάθε φορά κάποια από αυτά τα διαφορετικά στοιχεία στη μαγειρική σου;
Αρχικά είχα σπουδάσει μαγειρική σε μια ιδιωτική σχολή της Αθήνας, αλλά ύστερα σπούδασα μαγειρική και ζαχαροπλαστική στην Λουκέρνη της Ελβετίας όπου και ήρθα σε επαφή με ένα ανώτερο επίπεδο σπουδών. Οι Ελβετοί είναι γενικότερα περισσότερο σοβαροί και αυστηροί σε όλα τους, ένα λεπτό να αργήσεις και το έχασες το λεωφορείο.. Ειδικά στο συγκριμένο επάγγελμα αυτό μεταφράζεται σε πειθαρχία. Αυτή είναι η λέξη. Είναι δύσκολο επάγγελμα. Υπάρχει άγχος, νεύρα και πίεση. Σε κάθε περιοχή που έχω πάει, ζήσει και δουλέψει δεν πηγαίνω ξανά. Προχωράω πάντοτε σε κάτι καινούργιο. Εννοείται ότι κρατάω στοιχεία όχι μόνο για τη μαγειρική μου αλλά και στοιχεία κουλτούρας, εικόνες και γεύσεις.

Κάπου διάβασα ότι έχεις λιώσει τις σαγιονάρες σου στα πεζοδρόμια του κέντρου και των προαστίων της Αθήνας για να αποδείξεις ότι το «gourmet» φαγητό σε αυτή την πόλη δεν είναι απαραίτητα και ακριβό.
Ναι έχει να κάνει με το τι θεωρούμε «gourmet». Για μένα gourmet είναι η πρώτη ύλη, είναι να πάω κάπου και να έχει δύο πράγματα φτιαγμένα από τέλεια υλικά. Μπορεί να πάω κάπου δηλαδή που να έχουν μόνο μπαρμπούνια και χωριάτικη σαλάτα και τίποτα άλλο, αρκεί αυτά τα δύο να τα φτιάχνουν καλά.

Είσαι και εσύ της ανακάλυψης. Θα μας μιλήσεις για τις δικές σου γευστικές ανακαλύψεις στην Αθήνα;
Το πρώτο που θα σου πω είναι που μπορούμε να βρούμε ωραίο τυρί. Γαλλικά και διάφορα κυρίως ευρωπαϊκά τυριά βρίσκουμε στο Provence deli που βρίσκεται στη Γλυφάδα. Επίσης κρέας στον Παπούλια, στην οδό Πύρρωνος στο Παγκράτι και λαχανικά εγώ τουλάχιστον ψωνίζω από την Βαρβάκειο από την κυρία Τζουπάκη. Τέλος καλά προϊόντα σε βιολογική μορφή υπάρχουν στις «4 εποχές» στην οδό Νίκης.

Με το Gastronomic Collectiva τι ακριβώς κάνατε;
Ήταν performance. Με τον συνεργάτη μου που σπουδάζαμε μαζί στην Ελβετία, ετοιμάζαμε κάποια projects τα οποία παρουσιάζαμε. Για παράδειγμα σε ένα project, το λεγόμενο “Αround the world”, ετοιμάζαμε μενού από χώρες, όπως η Νέα Ορλεάνη, το Περού, η Σκανδιναβία που δεν εκπροσωπούνται από κάποιο εστιατόριο στην Αθήνα. Παρουσιάζαμε σε εστιατόρια από διάφορες γκαλερί, η μία εκ των οποίων ήταν η Breeder Gallery. Συνεργαστήκαμε επίσης με τη Ρεββέκα Καμχί. Η ομάδα ωστόσο δεν υπάρχει πλέον.

Τι σε έκανε να γίνεις chef;
Από μικρός μου άρεσε να τρώω πάρα πολύ και από πολύ μικρός απλά ήξερα ότι θέλω να γίνω chef. Η αδερφή μου λέει, αν και εγώ βέβαια δεν το θυμάμαι αυτό, ότι ανέβαινα στην καρέκλα και έβλεπα τι έβαζε η μητέρα μου μέσα στο φαγητό.

Πόσο χρονών είσαι και πόσο αυτό επηρεάζει τον τρόπο που σε βλέπουν οι υπόλοιποι αναφορικά με το επάγγελμά σου;
Είμαι 29 αλλά βασικά δεν είμαι μόνο chef. Νιώθω ότι βαδίζω καλά μέχρι στιγμής και πιστεύω ότι ό,τι είναι να έρθει ακόμα θα έρθει. Συνήθως βάζω στόχους στη ζωή μου και αργά ή γρήγορα τους πετυχαίνω. Είμαι food stylist, ξεκίνησα στα 22 να δουλεύω με μια στυλίστρια από την οποία και έμαθα αρκετά πράγματα. Σήμερα έχω ένα site το www.maintanos.com μέσα από το οποίο άρχισα να εξελίσσομαι σε ό,τι αφορά το στήσιμο του φαγητού μπροστά σε ένα φακό ή μια κάμερα. Αυτό ξεκίνησε ως εξής: Ήταν καλοκαίρι του 2013, μεσημέρι στην Αντίπαρο και σκεφτόμουν τι ήθελα να κάνω μιας και είχαμε αφήσει το Gastronomic Collectiva. Ήθελα να κάνω κάτι σχετικό με συνταγές αλλά σκέφτηκα ότι είναι πολύ βαρετό να λανσάρω απλώς τις δικές μου συνταγές. Έτσι αποφάσισα να πηγαίνω να μου δώσει κάποιος άλλος μια συνταγή, κάποιος δημιουργικός αλλά όχι επαγγελματίας. Μαζί με την συνεργάτιδά μου πηγαίνουμε στο χώρο του, μαγειρεύει για εμάς και τον φωτογραφίζουμε.

Αυστηρά να μην είναι επαγγελματίας…;
Ναι, θέλουμε να είναι «μαϊντανός».

Το μενού του Nixon;
Η κουζίνα είναι μεσογειακή στην ουσία. Υπάρχουν ωστόσο αγγλοαμερικάνικες επιρροές, πέρα από to αμερικάνικο burger υπάρχει και το wellington, fish and chips… Φτιάχνουμε επίσης δικά μας φρέσκα ζυμαρικά οπότε έτσι ιταλικίζουμε και λιγάκι. Το ατού μας πάντως είναι το Κυριακάτικο brunch.

Πέρα από το Nixon;
Έχω αναλάβει projects όπως το Tortuga στο Παγκράτι, η ιδέα ήταν κάτι τυλιχτό. Έτσι φτιάχνουν αμερικάνικη τορτίγια, η οποία είναι handmade, δεν υπάρχει κάτι έτοιμο. Οι γεμίσεις επίσης είναι international, από Ινδία, Μαρόκο, Συρία, Μεσόγειο και Ασία.

Αναφορικά με ελληνική κουζίνα στην Αθήνα, έχεις να μας κάνεις μερικές προτάσεις;
Λοιπόν. Ψαράκι, Τριαντάφυλλος στην Λέκκα, ψαράκι πάλι στη Μαργαρώ στον Πειραιά που έχει μόνο μπαρμπούνια, σαλάτα και γαρίδες, από μαγειρείο έχει ωραίο φαγητό ο Νικήτας στο Ψυρρή και η Ήπειρος μέσα στη Βαρβάκειο.

Ονειρεύεσαι να φτιάξεις το δικό σου εστιατόριο κάποια στιγμή;
Δεν ονειρεύομαι να φτιάξω το δικό μου εστιατόριο. Το εστιατόριο είναι δέσμευση και επειδή εγώ αυτή τη στιγμή κάνω αρκετά πράγματα δεν θέλω να κλειστώ σε ένα μέρος, θέλω να εξελίσσομαι, να κάνω πράγματα, να ταξιδεύω και να πουλάω την ιδέα μου. Αυτό θέλω.



|| Αγησιλάου 61Β, Κεραμεικός